συγγραφή — writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφή — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω 2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο 3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν… … Dictionary of Greek
συγγραφή — η 1. σύγγραμμα. 2. εκπόνηση, γραφή βιβλίου: Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων. 3. «Συγγραφή υποχρεώσεων», κανονισμός των όρων με τους οποίους αναλαμβάνει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγραφῇ — συγγράφω write aor subj pass 3rd sg συγγραφῆι , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc dat sg (epic ionic) συγγραφή writing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφῆ — συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc nom/voc/acc dual συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγράφῃ — συγγράφω write pres subj mp 2nd sg συγγράφω write pres ind mp 2nd sg συγγράφω write pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφῆι — συγγραφῇ , συγγράφω write aor subj pass 3rd sg συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc dat sg (epic ionic) συγγραφῇ , συγγραφή writing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγραφῆ — συγγραφῆ , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc nom/voc/acc dual συγγραφῆ , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγραφή — συγγραφή , συγγραφή writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφαῖς — συγγραφή writing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραφαί — συγγραφή writing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)