συγγραφή

συγγραφή
η
1) сочинение (литературного произведения); 2) научное или литературное произведение, сочинение;

§ συγγραφή υποχρεώσεων — подряд (письменное обязательство);

συγγραφή γενικών όρων — условия конкурса (на строительство какого-л. государственного сооружения)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συγγραφή" в других словарях:

  • συγγραφή — writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφή — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω 2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο 3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφή — η 1. σύγγραμμα. 2. εκπόνηση, γραφή βιβλίου: Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων. 3. «Συγγραφή υποχρεώσεων», κανονισμός των όρων με τους οποίους αναλαμβάνει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγραφῇ — συγγράφω write aor subj pass 3rd sg συγγραφῆι , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc dat sg (epic ionic) συγγραφή writing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφῆ — συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc nom/voc/acc dual συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγράφῃ — συγγράφω write pres subj mp 2nd sg συγγράφω write pres ind mp 2nd sg συγγράφω write pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφῆι — συγγραφῇ , συγγράφω write aor subj pass 3rd sg συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc dat sg (epic ionic) συγγραφῇ , συγγραφή writing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγραφῆ — συγγραφῆ , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc nom/voc/acc dual συγγραφῆ , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγραφή — συγγραφή , συγγραφή writing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφαῖς — συγγραφή writing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφαί — συγγραφή writing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»